Γυναίκα...
Οι ιστορίες που θα μοιραζόμαστε μαζί εδώ είναι πραγματικές.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι πέρα για πέρα αληθινή και καμιά σχέση δεν έχουν με τις συμπτώσεις.
Ιστορίες γυναικών απευθυνόμενες σε γυναίκες
(και σε άντρες που θέλουν να ακούσουν και να καταλάβουν...)
Η Ρένα εξομολογήθηκε στην mama dalton
Με λένε Ρένα.
Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα σπίτι με ψηλά ταβάνια και σκάλα μαρμάρινη.
Η επιστροφή από το σχολείο στο σπίτι σήμαινε πάντα την έναρξη μιας μυσταγωγίας.
Άφηνα κάτω την σάκα, ακουμπούσα την πλάτη μου στο παγωμένο σίδερο της εξώπορτας, έκλεινα τα μάτια μου και ψυθίριζα: πάλι εδώ γύρισα... πάλι εδώ... υπομονή μέχρι να ξημερώσει!
Ο πατέρας μου απών, άγνωστης προεύλευσης και προορισμού.
Η μητέρα μου απούσα, κλεισμένη στον δικό της μίζερο και εγωκεντρικό κόσμο της.
Δεν γνώρισα ποτέ παπούδες, γιαγιάδες, θείες καλές ή κακές, ως εκ τούτου οι αναμνήσεις μου αναδύονται μοναχικές και σκοτεινές.
Οι παιδικές φιλίες σαν τα πουλιά. Όμορφα αποδημητικά που δεν ξαναγύρισαν ποτέ κι άλλοτε πάλι περιστέρια που μεγάλωσαν στην αυλή μας.
Ποτέ δεν υπήρξα ηγετική φυσιογνωμία, πάντα ήμουνα αερικό που πέρναγε απαρατήρητο...
Η παιδική ευτυχία είναι κύτταρο που δεν αναπλάθεται!
Το θέατρο συχνά το μπέρδευα με την ζωή. Θέλω να πω ότι κάποιες φορές βρισκόμουνα με δύο ίδια κέικ που όμως ήταν βέβαιο – ή έτσι νόμιζα – πως είχα χρησιμοποιήσει διαφορετικά υλικά για την παρασκευή τους.
Η στεναχώρια μου, η ανία μου ως παιδιού και μετά ως έφηβης είχαν συχνά κάτι το υπερβολικό, "το στημένο".
Κι όμως ήταν τόσο δικά μου όλα αυτά.
Μου άρεσε να χορεύω και να ακούω μουσική ακόμα και όταν κοιμόμουνα.
Ήταν η μόνη μου διέξοδος.
Στα χρόνια που πέρασαν, στο σπίτι μας το κρασί υπήρχε πάντα μέσα στο ποτήρι αλλά και στο τραγούδι.
Από τα στιχάκια των άγνωστων τραγουδοποιών της Σμύρνης και της Πόλης μέχρι τους πανηγυρικούς στίχους από το γνωστό ρεφρέν της Βλαχοπούλου «Απόψε βγήκα για να πιω λιγάκι παραπάνω, τέτοια που είναι η ζωή, τέτοια και εγώ της κάνω».
Την υπόγεια αυτή σχέση που συνδέει το κρασί με τον κύκλο ζωής και θανάτου την γνώρισα στα 13 μου χρόνια.
Λίγο κρασί δεν είναι μόνο βάλσαμο πληγωμένων καρδιών ούτε καλολογική μεταφορά της ανθρώπινης μοίρας, είναι πάνω από όλα σύμβολο ευτυχίας. Συνοδευόμενο δε και από λίγη θάλασσα (και το αγόρι μου ενίοτε στα μετέπειτα χρόνια μου) γίνεται σύμβολο ελληνικής «έξω καρδιάς»
Έτσι έλεγα στον εαυτό μου τότε.........
Και όταν άκουγα και τον Νταλάρα:
«Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια περασμένα να’ τανε το 21 να’ρθει μια στιγμή
να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ’αλώνι και με τον Κολοκοτρώνη να’πινα κρασί»
Άρε αθάνατε ελληνικέ λαέ που γεννάς διαρκώς νέους γενναίους.
Γενναίους πότες εννοείται.......
Από κείνη την στιγμή που ήπια την πρώτη μου γουλιά, θαρρείς πως άνθισε μέσα μου, η πιο σωστά, πως άνθισε με έκρηξη μέσα μου ένας βολβός που τον είχαν φυτέψει χρόνια πριν, προτού ακόμα γεννηθώ, αιώνες πριν.
Ήδη στα πρώτα χρόνια που πέρασαν, τα ακούσματα και τα τραγούδια άρχισαν σιγά σιγά να μην ακούγονται τόσο δυνατά μέσα στο μυαλό μου, οι ρυθμοί οι καμηλιέρικοι και τα τουμπερλέκια έδωσαν την θέση τους σε ένα συνεχόμενο βουητό και ο πρωινός καφές πριν να ξεκινήσω για την σχολή μου, μου προξενούσε απέραντη θλίψη, κενό που δεν μπορούσα να το ελένξω πια.
Ξύπνησα κάποια μέρα, κυτάχτηκα στον καθρέπτη (πάντα αυτό έκανα όταν πλησίαζε η στιγμή για μεγάλες αποφάσεις) και μου είπα:
- Ποιά είσαι εσύ;
- Καμία απάντηση...
Μια άγνωστη γυναίκα χλωμή, με ρυτίδες στο πρόσωπο, και δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα, είχε πάνω μου τα μάτια της καρφωμένα, χαμένα, χωρίς ίχνος ζωής, χωρίς φως.
Μου ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι της Λένας Αλκαίου «έπινες τα χρόνια μου, έπινες και εμένανε».
Το χέρι μου πήγε από μόνο του στο μπουκάλι με το ουίσκι (είχα σταματήσει από καιρό να πίνω από ποτήρι – χάσιμο χρόνου έλεγα - ) και τράβηξα δυό τρεις γερές γουλιές για να το αντέξω...
Λενάκι, δεν βαριέσαι δέκα χρόνια πέρασαν!
Λες και δεν ήταν δικά μου χρόνια που να πάρει ο διάολος!
Λες κι εμένα τα βόλια τους με πήρανε ξώφαλτσα! Σκατά!
Και που τα θυμάμαι σήμερα, πάλι φταίχτρα νιώθω για την ψυχούλα μου.
Αντε βίβα!!!!!!
Πέρασαν 25 ολόκληρα χρόνια, σε ατελείωτες νύχτες χωρίς ύπνο, σε ατελείωτες μέρες και η αίσθηση του χρόνου χαμένη.
Πόσος φόβος, πόσος πόνος, πόσος πανικός σαν το βουητό του σεισμού πριν.
Το σώμα να πονάει, να σπαράζει και εγώ να μην έχω το κουράγιο να μπορώ να σταματήσω να πίνω...
Τι μου συμβαίνει;
Ποιός μου κλέβει την ζωή μου;
H μήπως την έκλεψα εγώ;
Η μνήμη κόβει, με χαρακώνει. Θυμάμαι!!!
Σκεφτόμαι όμως, το μυαλό μου ούρλιαζει από μέσα...
"Θεέ μου, δεν μου φτάνει το αυστηρό σου βλέμμα στους ψηλούς θόλους των εκκλησιών.
Θεέ μου, εκλιπαρώ ακόμα και αν είσαι έξω από μένα, βοήθησε με ζητώ την χειροπιαστή απόδειξη της ύπαρξης σου.
Θέλω να ενσαρκωθείς για χάρη μου, αυτή την στιγμή στο δωμάτιο μου, να γίνεις ο φίλος που μου ζητάει συγνώμη για την προδοσία, ο έρωτας που μου απολογείται για την εγκατάλειψη, ο αδερφός που με φιλάει τρυφερά στο μάγουλο, ο πατέρας που με χαϊδεύει προστατευτικά".
Η εγωκεντρική μου προσευχή (μάλλον συνδιαλλαγή με τον Θεό) όχι δεν με έσωσε!
Με έσωσε ότι αγκάλιασα με όλες μου τις αισθήσεις τον πάτο μου ( το τέλμα που εγώ έφερα στην ζωή μου), έκλεισα τα μάτια και ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΑ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ....
Σήμερα τριάντα χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη γουλιά, μπορώ να σας ξανασυστηθώ...
Με λένε Ρένα.
Είμαι αλκοολική σε ανάρρωση και άπιωτη για μια μέρα την φορά!!!